- παῖλλος
- πάιλλοςmale infantmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάιλλος — πάϊλλος, ὁ (Α) αρσενικό παιδί, αγόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς / παιδός + κατάλ. λος με διπλασιασμό τού λ φαινόμενο συχνό στα Βοιωτικά ανθρωπωνύμια ή < *πάϊδλος με αφομοιωτική τροπή τού δ σε λ ] … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek